- τρουλλώ
- -όω, Μ [τροῡλλος](κυρίως το παθ.) τρουλλοῡμαι, -όομαιγια οικοδόμημα και ιδίως για ναόχτίζομαι με θολωτή στέγη, με τρούλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρούλλῳ — τροῦλλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hirami Ahmet Pasha Mosque — Hırami Ahmet Paşa Mescidi The Mosque viewed from the east with the apse in foreground as of 2007 Basic information Location Istanbul, Turkey Geogra … Wikipedia
μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… … Dictionary of Greek
τρουλλωτός — ή, ό / τρουλλωτός, ή, όν, ΝΜ, και τρουλωτός Ν [τρουλλῶ] οικοδομημένος με τρούλλο, αυτός που έχει θολωτή στέγη νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα τρούλλου … Dictionary of Greek
Οικουμενική Σύνοδος — Είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο, που εκπροσωπεί το σύνολο της χριστιανικής Εκκλησίας. Συγκαλείται όταν προκύψει ένα σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, το οποίο είναι δυνατό να αναστατώσει και να διχάσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek